Δολίων — Δόλιος crafty masc gen pl Δολίος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δολιόνων — Δολίων masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δολίονας — Δολίων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δολίονες — Δολίων masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δολίοσι — Δολίων masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δολίοσιν — Δολίων masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
μηχανορραφία — η (Μ μηχανορραφία) [μηχανορράφος] η εφεύρεση και χρησιμοποίηση δόλιων μέσων, ραδιουργία, σκευωρία … Dictionary of Greek
σκυλοκέφαλος — ο, Ν 1. αυτός που έχει κεφάλι όμοιο με κεφάλι σκύλου, κυνοκέφαλος 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Σκυλοκέφαλοι (λαογρ.) α) ονομασία μυθικού λαού αγρίων, που σύμφωνα με την παράδοση είχαν σώμα και φωνή ανθρώπου και κεφάλι σκύλου και κατοικούσαν… … Dictionary of Greek
μηχανορραφία — η η εφαρμογή δόλιων τεχνασμάτων, η ραδιουργία: Αναρριχήθηκε κοινωνικά με μηχανορραφίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)